- επωμίδιος
- ἐπωμίδιος, -ία, -ον (Α) [επωμίς]αυτός που βρίσκεται πάνω στους ώμους («ἐπωμίδιος φλέψ», Ιπποκρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπωμίδιονμικρή επωμίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωμίδιος — on the shoulder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμιδίη — ἐπωμίδιος on the shoulder fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμίδια — ἐπωμίδιος on the shoulder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)